- ἐπήτριμος
- ἐπ-ήτριμος (ἤτριον, also eigtl. angewebt), dicht an einander, πυρσοὶ ἐπήτριμοι, Fackel an Fackel gedrängt; von der Zeit, ἔπιπτον ἐπ., schnell nach einander
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επήτριμος — ἐπήτριμος, ον (Α) 1. ο πυκνοϋφασμένος 2. γεν. πυκνός, ο ένας κοντά στον άλλο, αλλεπάλληλος («δράγματα ἐπήτριμα πῑπτον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήτριον «στημόνι» + επίθημα ιμος] … Dictionary of Greek
ἐπήτριμος — woven to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήτριμον — ἐπήτριμος woven to masc/fem acc sg ἐπήτριμος woven to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήτριμα — ἐπήτριμος woven to neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήτριμοι — ἐπήτριμος woven to masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεπήτριμος — ον, Α 1. πυκνότατα υφασμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πανεπήτριμα μτφ. (για το χιόνι) πέφτοντας πυκνότατα («ἑσπερίου ζεφύρου πανεπήτριμα χευαμένοιο», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπήτριμος «υφασμένος με πυκνό τρόπο»] … Dictionary of Greek